Δημιουργικός Αγώνας προς την τελειότητα.
 

Παρατηρείται στην χριστιανική σκέψη κάποια τάση διακρίσεως μεταξύ της νοεράς και της αισθητής ουσίας, κι’ ιδιαιτέρως στον άνθρωπο μεταξύ ψυχής και σώματος. Οι απολογηταί του 2ου αιώνα δέχονται μεν τούτη την διάκριση σε ποιότητα, αλλά επιμένουν επί της θνητότητας και αυτής της ψυχής κατά φύση. Εδώ θέλει μεγάλη προσοχή στη μελέτη των γραφών, διότι μόνο έτσι αποκαλύπτεται η «κατά χάρις γίνεται η ψυχή αθάνατη» ( Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα 6.), υπό την επίδραση της διδασκαλίας του νεοπλατωνισμού. Αργότερα παρουσιάστηκε ελαφρά τροποποίησης απ’ τον Ωριγένη, αλλά αν εξαιρέσουμε τον ωριγενισμό, πουθενά αλλού η διάκρισης δεν έφθασε σε σημείο να θεωρείται η ψυχή αυτοδικαίως αθάνατη. Η ύλη είναι παρούσα σ’ όλα τα κτιστά σώματα, έμψυχα και “άψυχα”, νοερά και αισθητά, και είναι ένα στοιχείο που προσδίδει ενότητα στο σύμπαν. Ακόμη και οι Άγγελοι (άγγελοι για τους χριστιανούς, εβραίους, μουσουλμάνους, και, ντέβας για τους βουδιστές, ινδουιστές, και, υποδεέστερες θεότητες για τους αρχαίους λαούς), είναι ένυλα όντα, περιγραπτά και τρεπτά, αν και αόρατα. (Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις 2,3. )

Τα κτιστά όντα, σε όλη την ιεραρχία τους, μετέχουν της πρόνοιας που πηγάζει απ’ την μία και μόνη Δημιουργό Δύναμη (Αγάπη, Ολότητα), αλλιώς δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν. Τα άζωα μετέχουν αυτής της πρόνοιας στην Ολότητα με το ότι υπάρχουν ιεραρχικώς, γιατί η ύπαρξή τους είναι η υπέρ το ότι είναι θεότης. Τα ζώντα μετέχουν της ίδιας ζωοποιού δυνάμεως που είναι επάνω από κάθε ζωή. Τα δε λογικά και νοερά μετέχουν της τέλειας σοφίας που είναι επάνω από κάθε λόγο και νου. ( Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ουράνιος Ιεραρχία 4,1. )

Η παρουσία των Αγγέλων δίνει στο σύμπαν άγνωστες διαστάσεις και φέρει την νοερά προσευχή, την “αγγελική σκέψη” σε άγνωστούς κόσμους.

 

                    

 

Η υλική δημιουργία έχει θετική μορφή και η σημασία της είναι θετική. Δεν πραγματοποιήθηκε για να πληρώσει κενό, διότι η Δημιουργός Δύναμη δεν αφήνει κανένα κενό. Και λογικά έχει σκοπό. Η κτίσης είναι ετούτο που δηλώνει η λέξη, ποίησης και κατασκευή. Παρατηρείται φυσικά θεμελιώδης διάστασης μεταξύ κτίσεως και γεννήσεως. Διότι «το μεν ποιείν ενεργείας εστί, φύσεως δε το γεννάν, φύσις δε και ενέργεια ου ταυτόν». Η κτήσης λοιπόν παρέχει ιδιότητες τις οποίες ορίζει η βούλησης του κτίστη, αλλά δεν προσφέρει την ουσία αυτού, η γέννησης προσφέρει τις οποίες κατέχει η φύσης του γεννήτορα και οι οποίες δεν υπόκεινται στην βούλησή του. Τα κτίσματα του Θεού, προϊόντα της ενέργειάς του, όχι μόνο δεν είναι της ίδιας ουσίας με Αυτόν, αλλά έχουν και τις ιδιότητες των κατασκευαζόμενων, την ιδιότητα του τρεπτού και του ποθητού. Το πάθος και η ατέλεια δεν είναι απλώς αναπόφευκτα, είναι φυσικά, εγγενή στοιχεία των κτισμάτων,

( Μάξιμου του Ομολογητού, Περί Αποριών, PG 91, 12961D ), αλλιώς θα έπαυαν να είναι κτίσματα.  Ενώπιων της Ολότητας είναι εξουθενώματα, αλλά δια της μηδαμινότητός των λαμβάνουν την αρμόζουσα αξία, (Μάξιμου Ομολογητού, Γνωστικαί Εκατοντάδες 1, 79. PG 90, 1113B.), φυλάσσουν την υπερβατικότητα του Θεού.     

Από τις έως τώρα έρευνες, στην επιστήμη, φιλοσοφία, στην ιστορία και στη θρησκεία, καθίσταται σαφές ότι ο κόσμος  δεν είναι κάτι το μονολιθικό, στατικό και αποτελειωμένο, γι’ αυτό και δεν πρέπει να αξιολογείται αποκλειστικώς με βάση την παρούσα κατάστασή του, δίχως να λαμβάνεται υπ’ όψιν η κατάληξης του. Ενώ από το ένα μέρος επισημαίνουμε την αλληλεξάρτηση, αλληλεπίδραση και ενότητα των στοιχείων του, απ’ το άλλο διακρίνουμε μία διάσπαση σε όλη την ιεραρχία των όντων και πραγμάτων. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής τονίζει επιμόνως αυτήν την διάσπαση και την διαβαθμίζει σε πέντε επίπεδα, που αποτελούν τα «κατά φύσιν ρήγματα»:

“Άκτιστο             Κτιστό

  Νοητά             Αισθητά

  Ουρανός           Γη

  Παράδεισος       Οικουμένη

  Άρρεν             Θήλυ” (Μάξιμου Ομολογητού, Περί αποριών 41. PG 91, 1305.)

Αυτά όμως τα ρήγματα φέρουν μέσα τους την ροπή προς ένωση, που κατευθύνει τα πάντα προς την Δημιουργό Δύναμη ως αίτιο, ουσία τους και δημιουργό τους. «Την προς ένωσιν δύναμιν» εκπροσωπεί ο άνθρωπος, ο οποίος αρχίζοντας από την ιδική του διάσπαση σε άρρεν και θήλυ, μπορεί να συνενώσει τα πάντα έως ότου τα οδηγήσει με αγώνα, ειρμό και τάξη στον Θεό. Όταν εξετάζουμε τα προβλήματα της τελειότητας και της ατέλειας του κόσμου, πρέπει να φροντίζουμε ώστε να μη διαφεύγουν απ’ την σκέψη μας οι εκάστοτε προορισμοί των όρων τούτων.  Αν χαρακτηρίζωμε τον Θεό τέλειο, «ώσπερ ο πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος έστιν» ( Ματθ. 5, 48), δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε και τον άνθρωπο κατά τον ίδιο τρόπο τέλειο. Η τελειότης είναι ζήτημα και βαθμού και είδους, και ως προς τον κόσμο επιτρέπεται να θεωρηθεί μόνο επί του επίπεδου της δημιουργίας. Απ’ αυτήν την άποψη ο κόσμος είναι απαραιτήτως τέλειος, διότι είναι δημιούργημα της Δημιουργό Δύναμης, εάν δεν παρατηρούνται σε αυτήν ατέλειες, τούτο οφείλεται πρώτα στον εγγενή χαρακτήρα του κτιστού να είναι ελλιπές, να μη κατέχει το απόλυτο όπως ο δημιουργός του, κι έπειτα στο μεταβαλλόμενο είδος της τελειότητός του.  Ο κόσμος δεν είναι τετελεσμένος εφ’ άπαξ, αλλά γίνεται συνεχώς και τελειώνεται συνεχώς μαζί με τον άνθρωπο, όχι μόνο δια των δυνάμεων που έχουν εναποτεθεί σ’ αυτόν, αλλά και δια των ενεργειών της Δημιουργό Δύναμης.

Έτσι κι όταν μιλούμε περί αρμονίας του κόσμου και περί του υψηλού του προορισμού, δεν θα πρέπει να προσβλέπουμε αποκλειστικώς στην επικρατούσα κατάσταση, αφού η κτίση δεν είναι τετελεσμένη, αλλά αναμένει την τελείωσή της. Ο κόσμος βέβαια δημιουργήθηκε ως ενιαία ολότης, έλαβε σε μία ακαριαία στιγμή την ύπαρξη εν σπέρματι και στη συνέχεια βαθμιαίως, δια της σπερματικής Αγάπης, ουσίας, δυνάμεως που εναποτέθηκε απ’ την Δημιουργό Δύναμη μέσα του και κάτω απ’ την πρόνοια του Θεού, αναπτύσσεται στα όντα και στις μορφές. ( Γρηγορίου Νύσσης, Περί Εξαημέρου, PG 44, 77D. )    

 

Μελέτη/άρθρο δημοσιευμένα.

Άννα Π.Ε.