Με ρωτούν τακτικά: Τι είναι ο Θεός;

Μια ερώτηση που μου κάνουν σχεδόν πάντα σε γράμματα, μηνύματα και σε συζητήσεις συνήθως νέοι άνθρωποι που ο σημερινός “βομβαρδισμός” πολλών και διαφορετικών πηγών γνώσεων τους δημιουργεί το ερέθισμα να αναζητήσουν την Αρχή της Δημιουργό Δύναμης. Γνωρίζουμε ήδη πως η ερώτηση, «τι είναι ο Θεός», δείχνει από μια άποψη μάταια, φανερώνεται μάλιστα αντιφατική προς την έννοια «Θεός». Δεν είναι νοητό να θέτουμε το ερώτημα, τι είναι ο Θεός, εφ’ όσον αυτός υπερβαίνει όχι μόνο τα όντα του κόσμου, αλλά και τις λογικές κατηγορίες σκέψεως. Εάν δεν είναι κάτι σαν τα όντα και εάν οι λογικές κατηγορίες δεν είναι ικανές να τον αγγίσουν, πως είναι δυνατόν να ορίσουμε τι είναι;  Αν πούμε τι είναι, τότε παύει να είναι Θεός, μεταβάλλεται σε περιορισμένο αντικείμενο, σε ον, σε ιδέα, σε οτιδήποτε άλλο πλην Θεού.

Κι όμως στο άκουσμα της λέξεως Θεός η σκέψη μας στρέφεται ασυναίσθητος και χωρίς προσπάθεια προς μία δύναμη, φανερή ή κρυφή, που είναι πηγή και στήριγμα παντός ότι υφίσταται. Εφ’ όσον τα υπάρχοντα έχουν ύπαρξη, είναι υπαρκτός και εκείνος που τους έδωσε ύπαρξη. Μα βέβαια τα υπάρχοντα δημιουργήματα είναι κτιστά, ενώ ο Θεός δεν είναι επιτρεπτό να εκληφθεί ως κτίσμα και ον, γιατί τότε θα εντασσόταν και αυτός στην ίδια τάξη με τα κτίσματα. Υφίσταται εδώ λοιπόν ένα αδιέξοδο, το οποίο όμως παρακάμπτεται με τη ορθή δήλωση ότι ο Θεός είναι το άκτιστο Ον. Βεβαίως η δυσκολία δεν παρακάμπτεται ευθέως με τούτη την έκφραση, διότι, ενώ δεν μπορούμε να πούμε τι είναι Θεός, από το άλλο μέρος βεβαιώνουμε πως αυτός είναι άκτιστο Ον, πράγμα αντινομιακό, αλλά αναπόφευκτο.

Την θεμελιώδη διάκριση μεταξύ κτιστού και άκτιστου επεσήμανε με επιμονή ο Μέγας Αθανάσιος σε συνάρτηση με τον αγώνα του κατά των Αρειανών, (Κατά Αρειανών 1-35). Διακρίνει στο ένα μέρος την άτρεπτη και αναλλοίωτη και διαπαντός παρομοίως παραμένουσα φύση του Θεού, και στο άλλο τα γεννητά κτίσματα που προήρθαν από μη όντα και έχουν αλλοιούμενη φύση.(Αυτόθι 1, 36) Η άποψη αυτή πάλι εκφράζεται αποφθεγματικός από τον Μάξιμο, «άκτιστου και κτιστού άπειρον το μέσον εστί και διάφορον». (Περί Αποριών 7, PG 91, 1077A.) Οι δύο χρησιμοποιούμενες εδώ λέξεις, που διαφέρουν μόνο κατά το στερητικό άλφα, εκφράζουν δύο πραγματικότητες όχι απλώς διάφορες αλλά και ξένες μεταξύ τους, δύο πραγματικότητες ευρισκόμενες στα επίπεδα της ιεραρχίας που όμως δεν συναντώνται πουθενά. Η ά-κτιστη φύση είναι απολύτως ξένη προς την κτιστή φύση. (Είναι ανάγκη να σημειώσω εδώ, πως χρησιμοποιώ την λέξη φύση με την αρμόζουσα επιφύλαξη, γιατί όπως η λατινική natura, περικλείει στην ρίζα της την έννοια της προελεύσεως, της παραγωγής, της φύτρας, που είναι έξω από κάθε υπολογισμό για το άκτιστο και θείο. Αλλά η λέξη έχει εισαχθεί στη θεολογία από την εποχή των Απολογητών.)

Η απόσταση μεταξύ των δύο κατηγοριών υπάρξεως, και συγκεκριμένα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, δεν αντιστοιχεί ούτε καν προς την απόσταση μεταξύ κεραμέως και του πήλινου κατασκευάσματός του, αλλά είναι απείρως μεγαλύτερη, (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί ακαταλήπτου 2, 4.) Γιατί ο κεραμέας κατασκευάζει από προϋπάρχον υλικό, ενώ ο Θεός ποιεί εκ του μηδενός.

Η θεμελίωση του χάσματος τίθεται από τα ίδια πράγματα, δηλαδή απ’ την φύση των δύο πεδίων, την άκτιστη φύση του Θεού και την κτιστή φύση του αισθητού κόσμου και του ανθρώπου. Το κτιστό έχει αρχή και υπόκειται στις κατηγορίες της ποσότητας, της ποιότητας, του χώρου, του χρόνου και τις παρόμοιες: είναι πολύ ή λίγο, ωραίο ή άσχημο, βαρύ ή ελαφρύ, αυξάνεται και φθίνει και αλλοιώνεται. Το Θείο δεν υπόκειται με κανένα τρόπο σε τούτες τις κατηγορίες, μέχρι σημείου ώστε ο Μάξιμος να ισχυρίζεται ότι υπερβαίνει ακόμη και την απειρία, (Μάξιμου, Περί Αποριών, PG 91, 1172D. ), που είναι ένα είδος λογικής κατηγορίας. Αν πρόκειται λοιπόν να θέσουμε τον Θεό υπό τον ζυγό της ανθρωπινής σκέψεως είναι καλύτερα να παραλείψουμε τον χαρακτηρισμό έστω και ως απείρου. Έτσι η ριζική διαφορά στην φύση μεταξύ Θεού και κόσμου, η τόσο σαφής και απόλυτη, θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως η θέση του ενός αποτελεί άρνηση του άλλου, αν αυτή η διαλεκτική τοποθέτησης των πραγμάτων δεν ενείχε τον κίνδυνο αναγνωρίσεως πλήρους αυτοτέλειας στον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον χαρακτηρισμό του Θεού ως «όντος». Ο Θεός είναι το άκτιστο, εμείς εκπροσωπούμε το κτιστό και συνεπώς δεν μπορούμε να ορίσουμε το άκτιστο, δεν μπορούμε δηλαδή, να πούμε τι είναι ο Θεός, κι όμως λέμε: ότι είναι το Ον ή ο Ων. Τούτη η υπερπήδηση των ορίων του συλλογισμού, που χαρακτηρίσθηκε πρωτύτερα ως αντινομία, δεν οφείλεται λογικά σε αδυναμία του ανθρωπίνου νου, αλλά ευρίσκεται μέσα στην μυστηριώδη και ακατάληπτη άκτιστη φύση του Θεού. Έχοντας σαφή συνείδηση αυτού του προβλήματος, κάποιοι Πατέρες του έδωσαν εντυπωσιακή και αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Η δίπλευρη αντιμετώπισης του θεολογικού περιορισμού που σαν πρόβλημα δείχνει, για την αποφυγή χαρακτηρίσεως του Θεού απ’ το ένα μέρος και με την αποδοχή της από το άλλο, προέρχεται από την «διπλόη» της αδημιούργητης φύσεώς του, όπου είναι αφ’ ενός μεν απόκρυφη αφ’ ετέρου δε φανερή. Επιγραμματική, βέβαια είναι, η διατύπωση του Γρηγορίου Παλαμά σε διάλογο με τον «αντίπαλό του» Νικηφόρο Γρηγορά. Χαρακτηρίζει τον Θεό απ’ την μία πλευρά άγνωστο και απ’ την άλλη γνωστό, απ’ την μία άρρητο και απ’ την άλλη ρητό, έτσι είναι άγνωστος καθ’ εαυτόν, κατά την ουσία του, αλλά καθίσταται γνωστός από τις ενέργειές του. (Μυσταγωγία, Προοίμνιον, ΕΠΙΤΟΜΟΣ ΔΙΗΓΗΣΙΣ, PG, 91, 644.) Ο Γ. Παλαμάς παρέχει μία επιμελώς επεξεργασμένη ερμηνεία τούτης της διπλόης, και είναι σημαντικό να δούμε πως αυτή η τοποθέτηση διαφωτίζει πλήρως τα δύο φαινομενικός αντιφατικά μέρη. «Κανείς δεν βλέπει τον Θεό, αλλά βέβαια αυτός που «βλέπει» τον Ιησού Χριστό, βλέπει και τον Θεό. Μην βιαστούμε εδώ, για να πούμε που είδαμε τον Χριστό; Διότι η εισχώρησή μας στην χριστιανοσύνη έγινε με το μυστήριο της βάπτισης, όπου δεχτήκαμε την τριήμερη ταφή του, καθώς και θάψαμε τον παλαιό άνθρωπο, (με την συμβολική βύθιση μας στο νερό της κολυμπήθρας), και κατόπιν νέοι άνθρωποι, αναστημένοι πλέων, γίναμε κοινωνοί του Αγίου Πνεύματος του Ζώντος Ιησού. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να συλλάβει την ουσία του Θεού, αλλά όμως όποιος κατορθώσει να διεισδύσει στις Θείες ενέργειες με την πληρότητα του Ζώντος Λόγου Ιησού, όπως εκδηλώνονται στο έργο του ενανθρωπήσαντος Λόγου Ιησού, βλέπει τον Θεό.  Έτσι δεν είναι αντιφατικές οι εκφράσεις του Γ. Παλαμά παρά μόνο δηλωτικές της διπλής όψεως της άκτιστης Θείας φύσεως. Ας πούμε λίγα λόγια όμως προς κατανόηση της Ζώντος υπόστασης που καλείται αδιακρίτως Λόγος και Υιός, είναι επίσης άναρχος υπό την έννοια ότι ευρίσκεται υπεράνω του χρόνου και προ του χρόνου, αλλά έχει όμως αρχή όπως ήδη γνωρίζουμε τον Πατέρα Θεό. Για να χρησιμοποιήσουμε αναλογικές εκφράσεις, ο Λόγος είναι μία σύλληψη του Πατρός περί του εαυτού του, η οποία είναι εικόνα του, ο Υιός είναι υπόσταση που προέρχεται από τον Πατέρα ως γέννημα. Νόηση και γέννηση είναι καταστάσεις όμοιες εδώ, μα και ταυτές, γιατί και τα δύο φαινόμενα παρατηρούνται στον χώρο του άκτιστου, όπου οι έννοιες όμοιος και ταυτός συμπίπτουν και όπου δεν υπάρχει διάκριση αντικειμένων , για να χαρακτηριστούν αυτά είτε ως όμοια, είτε ως ανόμοια. Η διάκριση δημιουργεί αμέσως κατάσταση κτιστότητας. Ένα πράγμα, αν είναι όμοιο με το Θείο, είναι εντός του άκτιστου και μόνο ταυτίζεται με τούτο, ενώ αν ανόμοιο προς αυτό, είναι κτιστό.

 

Μελέτη/αρθρογραφία δημοσιευμένα….

Άννα Π. Ε.